Vyhledávání slov v cizojazyčném slovníku Vyhledávání ve slovníku
:
    » více jazyků  

Řecký slovník (česko-řecký slovník)

 

Pro český výraz Kov bylo nalezeno překladů: 101 (přesná shoda: 1, obsahující výraz: 100).

 

český výraz CZ   Gr řecký překlad
kov - μέταλλα
Alkalický kov - Αλκάλια
analýza riziková - ανάλυση κινδύνου
Andrej Tarkovskij - Αντρέι Ταρκόφσκι
aplikovaná ekologie - εφαρμοσμένη οικολογία
aplikovaná výživa - εφαρμοσμένη διαιτητική
Bankovka - Χαρτονόμισμα
bankovnictví - υπερύψωση/διαμόρφωση πρανών/τραπεζικό σύστημα
bankovnictví pro snižování emisí - συναλλαγές με αντικείμενο τη μείωση των εκπομπών
bariéra protihluková - ηχοπέτασμα
baterie knoflíková - επίπεδη μπαταρία
bílkovina - πρωτεΐνη
Cookovy ostrovy - Νήσοι Κουκ
článkovec - αρθρωτά
dálková doprava - κυκλοφορία μεγάλων αποστάσεων/υπεραστική κυκλοφορία
dálkové monitorování - τηλεανίχνευση
dávkování - δόση
dávkování - δοσολογία
dávkování - δοσομέτρηση
Desítková soustava - Δεκαδικό σύστημα
Desková hra - Επιτραπέζιο
Dmitrij Dmitrijevič Šostakov - Ντμίτρι Σοστακόβιτς
ekosystém sladkovodní - οικοσύστημα σε γλυκά ύδατα (γλυκέων υδάτων)
ekosystém sladkovodní - οικοσύστημα σε γλυκά ύδατα
geneticky modifikovaný organizmus - γενετικά τροποποιημένος οργανισμός
hliníková nádoba - αλουμινένιος περιέκτης/συσκευασία από αλουμίνιο
hluková znečišťující látka - ηχητικός ρύπος
hlukové emise - εκπομπή θορύβου
hlukové imise - πρόσληψη θορύβου
hlukové znečištění - ηχορύπανση
houba stopkovýtrusná - βασιδιομύκης
Hruškovec přelahodný - Αβοκάντο
jazykověda - γλωσσολογία
ježkové - σκατζόχοιρος
kal odpadní zbytkový - ιλύς υπολειμματικών αποβλήτων
Kategorie:Rovníková Guinea - Κατηγορία:Ισημερινή Γουινέα
kniha pozemková - κτηματολόγιο/μητρώο ακινήτων
Koala medvídkovitý - Κοάλα
kov barevný - μη σιδηρούχο μέταλλο
kov těžký - βαρύ μέταλλο
kov toxický - τοξικό μέταλλο
Kovalentní vazba - Ομοιοπολικός δεσμός
kovář - σιδηρουργός
kovář - σιδεράς
kovoprůmysl - βιομηχανία (κλάδος) προϊόντων μετάλλου
kovový výrobek - μεταλλικό προϊόν
kroužkovec - αννελίδες
kyselina chlorovodíková - υδροχλωρικό οξύ
lakovna - θάλαμος βαφής
látka značkovací - σημειωτής/δείκτης/σημαντήρας/σηματοδότης
látková bilance - ισορροπία της ύλης
lískový ořech - φουντούκι
materiál provozní rizikový - επικίνδυνο υλικό (κατ)εργασίας
Nekov - Αμέταλλα
nekovy - μη μέταλλα
oblast riziková - περιοχή κινδύνου
oblast venkovská - αγροτική περιοχή
oblast venkovská - επαρχία/περιοχή/διοικητική περιφέρεια
oblast venkovská - περιοχή
oblast venkovská - επαρχία
oblast venkovská - διοικητική περιφέρεια
odpady kovové - μεταλλικά απόβλητα
organická sloučenina kovu - οργανομεταλλική ένωση
organismus sladkovodní - οργανισμός γλυκέων υδάτων
Osmičková soustava - Οκταδικό σύστημα αρίθμησης
oxid kovu - εταλλικό οξείδιο
památková péče - συντήρηση μνημείου
papouškovat - παπαγαλίζω
Planckova konstanta - σταθερά του Πλανκ
plukovník - συνταγματάρχης
poděkování - ευχαριστήρια
podkova - πέταλο
podnebí rovníkové - ισημερινό κλίμα
podnikové hospodaření - οικονομική των επιχειρήσεων
Polokov - Μεταλλοειδή
polokov - ημιμέταλλο
poplatek za hlukové emise - εισφορά εκπομπής θορύβου
pozemková daň - έγγειος φόρος
Promykovití - Μαγκούστα
průmysl kovů barevných - βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων
průmysl tukový - βιομηχανία ελαίων και γράσων (ελαιολιπαρών)
prvky skupiny II [kovy zemin alkalických] - στοιχεία της ομάδας II (αλκαλικές γαίες)
prvky skupiny II [kovy zemin alkalických] - στοιχεία της ομάδας II
prvky skupiny II [kovy zemin alkalických] - αλκαλικές γαίες
přeprava dálková - μεταφορές μεγάλων αποστάσεων
přetlakové zařízení - εξοπλισμός πρεσαρίσματος
rakovina - καρκίνος
riziko rakoviny - κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου/κίνδυνος καρκινογένεσης
Rovníková Guinea - Ισημερινή Γουινέα
rybářství sladkovodní - αλιεία εσωτερικών υδάτων
skládkování - απόρριψη/εκφόρτωση/απόθεση/εκκένωση/καταβύθιση
skládkování - απόρριψη
skládkování - εκφόρτωση
skládkování - απόθεση
skládkování - εκκένωση
skládkování - καταβύθιση
skládkování odpadů průmyslových - χώρος απόρριψης (απόθεσης) βιομηχανικών αποβλήτων
skládkování v dolech bývalých - πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)
skládkový plyn - αέριο χώρου ταφής απορριμμάτων
skleníkový efekt - φαινόμενο του θερμοκηπίου
skleníkový plyn - αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου

 

Pozn. některá odborná slova v tomto slovníku začínají velkým písmenem, píší se však malými.

 

Přeložit Kov do AFafrikánštiny ARarabštiny BUbulharštiny
CHčínštiny FIfinštiny FRfrancouzštiny HRchorvatštiny ITitalštiny
JPjaponštiny LAlatiny HUmaďarštiny DEněmčiny PLpolštiny
PTportugalštiny ROrumunštiny RUruštiny AFangličtiny Srbskosrbštiny
SKslovenštiny ESšpanělštiny SWšvédštiny TUturečtiny PTvietnamštiny
Vyznampokusit se vyhledat význam slova "Kov" v českém výkladovém slovníku

 


Reklama